- αἱμοβόρα
- αἱμοβόροςblood-suckingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενετή — (genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά… … Dictionary of Greek
θυλακίνος — (Τhylacinus). Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας των δασυουριδών. Περιλαμβάνει λίγα είδη νυκτόβιων, σαρκοφάγων ζώων της Τασμανίας, με μέγεθος λύκου ή σκύλου, μακριά ουρά και συνήθως σταχτοκάστανο τρίχωμα. Το θηλυκό γεννάει τέσσερα… … Dictionary of Greek